ὀρροπύγιον

ὀρροπύγιον
ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον
rump
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορροπύγιον — ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α) 1. το κάτω άκρο τού οστού τού κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά τής ουράς 2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* «το άκρο τού ιερού οστού» + πύγιον (<… …   Dictionary of Greek

  • μικρορροπύγιος — μικρορροπύγιος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρό ὀρροπύγιον*. μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὀρροπύγιον «το κάτω άκρο του οστού τού κόκκυγα»] …   Dictionary of Greek

  • ανορροπύγιος — ἀνορροπύγιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος 2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»] …   Dictionary of Greek

  • ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] …   Dictionary of Greek

  • τοὐρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρροπυγίῳ — ὀρροπῡγίῳ , ὀρροπύγιον rump neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”